ογλού
(ουσ. αρσ.)
ογλού
[oˈɣlu]
Αξ., Αφσάρ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
ογλούς
[oˈɣlus]
Αξ.
Από το τουρκ. oğul, -ğlu = γιος. Η φρ. ινσάν ογλούς από την τουρκ. φρ. insan oğlu.
β.
Συνοδευόμενο από την γεν. της προσωπ. αντωνυμίας, προσφώνηση, γιόκα μου
ό.π.τ.
:
Τζάνi μ', ογλού μ', 'βλογίστα!
(Ψυχή μου, γιόκα μου, παντρέψου!
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα ρωμάκα ογλού μ', ένι του Χριστού η γώσσα
(Τα ρωμέικα, γιόκα μου, είναι του Χριστού η γλώσσα
)
Σατ.
-Παπαδ.
Τιάλα ντα ξέβαλις ντα λεφτά μη δου τσ̑ουβάλ' ογλούμ;
(Πώς τα έβγαλες τα λεφτά με το τσουβάλι γιόκα μου;
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ογλού μου, σεις σο κϋσέ σακ͑αλού τσ̑ιράχος μη στάσ'τι
(Παιδιά μου, μην πηγαίνετε μαθητευόμενοι σε έναν άνδρα χωρίς γένια
)
Αφσάρ.
-Dawk.
Τι σι μποίκα εγώ, ογλού μ';
(Τι (κακό) σου έχω κάνει εγώ, γιέ μου;
)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Ογλού μου, δέχους παπάς χωρίος βρίσκεται, δεχούς κούρβα χωρίος τζοὔνεται
(Παιδί μου, χωριό χωρίς παπά βρίσκεται αλλά χωριό χωρίς πουτάνα δεν γίνεται
)
Σατ.
-Παπαδ.
Γιουβάνη ογλού μ’, τιτί τζ̑ο λέσιτι το κοτσί;
(Γιαννάκη, γιε μου, γιατί δεν αλέσατε το σιτάρι;
)
Αφσάρ.
-Παπαδ.