ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ογλού (ουσ. αρσ.) ογλού [oˈɣlu] Αξ., Αφσάρ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. ογλούς [oˈɣlus] Αξ. Από το τουρκ. oğul, -ğlu = γιος. Η φρ. ινσάν ογλούς από την τουρκ. φρ. insan oğlu.
Γιος ό.π.τ. : || Φρ. Ινσάν ογλούς (Ανθρώπου γιος˙ άνθρωπος. Πβ. τουρκ. φρ. <em>insan oğlu</em>.) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. υιός, φσάχι
β. Συνοδευόμενο από την γεν. της προσωπ. αντωνυμίας, προσφώνηση, γιόκα μου ό.π.τ. : Τζάνi μ', ογλού μ', 'βλογίστα! (Ψυχή μου, γιόκα μου, παντρέψου! ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα ρωμάκα ογλού μ', ένι του Χριστού η γώσσα (Τα ρωμέικα, γιόκα μου, είναι του Χριστού η γλώσσα ) Σατ. -Παπαδ. Τιάλα ντα ξέβαλις ντα λεφτά μη δου τσ̑ουβάλ' ογλούμ; (Πώς τα έβγαλες τα λεφτά με το τσουβάλι γιόκα μου; ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ογλού μου, σεις σο κϋσέ σακ͑αλού τσ̑ιράχος μη στάσ'τι (Παιδιά μου, μην πηγαίνετε μαθητευόμενοι σε έναν άνδρα χωρίς γένια ) Αφσάρ. -Dawk. Τι σι μποίκα εγώ, ογλού μ'; (Τι (κακό) σου έχω κάνει εγώ, γιέ μου; ) Τσαρικ. -Καραλ. Ογλού μου, δέχους παπάς χωρίος βρίσκεται, δεχούς κούρβα χωρίος τζοὔνεται (Παιδί μου, χωριό χωρίς παπά βρίσκεται αλλά χωριό χωρίς πουτάνα δεν γίνεται ) Σατ. -Παπαδ. Γιουβάνη ογλού μ’, τιτί τζ̑ο λέσιτι το κοτσί; (Γιαννάκη, γιε μου, γιατί δεν αλέσατε το σιτάρι; ) Αφσάρ. -Παπαδ.