ογιαλαντώ
(ρ.)
ογιαλατώ
[oʝalaˈto]
Σίλ., Φλογ.
ογιαλαντίζω
[oʝalaˈdizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. oyalamak = α) καθυστερώ κάποιον β) αποσπώ την προσοχή κάποιου.
1. Μτβ., καθυστερώ κάποιον
ό.π.τ.
:
Αυτό το παιρί ογιαλατά μου
(Αυτό το παιδί με καθυστερεί)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Αμτβ., καθυστερώ, χασομερώ
ό.π.τ.
:
Πολύ μη ογιαλαντζήσ̑ου, σόνρα ‘πομ’νίσκεις και σ̑υ απέσου
(Μην καθυστερήσεις πολύ, μετά θα μείνεις κι εσύ μέσα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5