ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ογιαλαντώ (ρ.) ογιαλατώ [oʝalaˈto] Σίλ., Φλογ. ογιαλαντίζω [oʝalaˈdizo] Μαλακ. Από το τουρκ. ρ. oyalamak = α) καθυστερώ κάποιον β) αποσπώ την προσοχή κάποιου.
1. Μτβ., καθυστερώ κάποιον ό.π.τ. : Αυτό το παιρί ογιαλατά μου (Αυτό το παιδί με καθυστερεί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
2. Αμτβ., καθυστερώ, χασομερώ ό.π.τ. : Πολύ μη ογιαλαντζήσ̑ου, σόνρα ‘πομ’νίσκεις και σ̑υ απέσου (Μην καθυστερήσεις πολύ, μετά θα μείνεις κι εσύ μέσα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5