ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αργώ (ρ.) αργώ [arˈɣo] Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φκόσ. Αόρ. άργησα [ˈarʝisa] Σινασσ. Από το αρχ. ρ. ἀργέω-ῶ = αδρανώ, δεν κάνω τίποτε.
1. Δεν εργάζομαι λόγω αργίας Φκόσ.
2. Βραδύνω στις κινήσεις και στην εκτέλεση έργου, αργοπορώ ό.π.τ. : Η μάνα της την ρώτ'σε πού ήταν και άργησε (Η μάνα της την ρώτησε πού ήταν και άργησε) Σινασσ. -Αρχέλ. || Παροιμ. Ο Θεός αργεί και δε λησμονεί (Ο Θεός αργεί, αλλά δεν ξεχνάει˙ η θεία δίκη πάντα έρχεται, ακόμα κι αν περάσει πολύς καιρός) Σινασσ. -Αρχέλ. Σεγὀς αργεἰ, ρε ζουρμονά (το ίδιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γκετζικτώ, χρονίζω :2