αργώ
(ρ.)
αργώ
[arˈɣo]
Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φκόσ.
Αόρ.
άργησα
[ˈarʝisa]
Σινασσ.
Από το αρχ. ρ. ἀργέω-ῶ = αδρανώ, δεν κάνω τίποτε.
1. Δεν εργάζομαι λόγω αργίας
Φκόσ.
2. Βραδύνω στις κινήσεις και στην εκτέλεση έργου, αργοπορώ
ό.π.τ.
:
Η μάνα της την ρώτ'σε πού ήταν και άργησε
(Η μάνα της την ρώτησε πού ήταν και άργησε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Παροιμ.
Ο Θεός αργεί και δε λησμονεί
(Ο Θεός αργεί, αλλά δεν ξεχνάει˙ η θεία δίκη πάντα έρχεται, ακόμα κι αν περάσει πολύς καιρός)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Σεγὀς αργεἰ, ρε ζουρμονά
(το ίδιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γκετζικτώ, χρονίζω :2