ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αρζουλαντίζω (ρ.) αρζουλαdι̂́ζω [arzulaˈdɯzo] Αξ. αρζουλατίζω [arzulaˈtizo] Μαλακ. αρζουλατώ [arzulaˈto] Φλογ. Αόρ. αρζουλάτ'σα [arzuˈlatsa] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. arzulamak (αόρ. arzuladı) = επιθυμώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επιθυμώ, ποθώ ό.π.τ. : Εσ̑ύ, τ' αρζουλαdι̂́ζ̑εις τα πρόβατα, ντεχά, εκειά 'ζ γ̑βουνιού το κεφάλ' βοσ̑κένdαι (Ε σύ, τα πρόβατα που ποθείς, να, σε εκείνη την βουνοκορφή βόσκουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. θέλω :1, ιστεντίζω, λαχταρίζω :3, μερακλαντίζω :3, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω