αρζουλαντίζω
(ρ.)
αρζουλαdι̂́ζω
[arzulaˈdɯzo]
Αξ.
αρζουλατίζω
[arzulaˈtizo]
Μαλακ.
αρζουλατώ
[arzulaˈto]
Φλογ.
Αόρ.
αρζουλάτ'σα
[arzuˈlatsa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ρ. arzulamak (αόρ. arzuladı) = επιθυμώ, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Επιθυμώ, ποθώ
ό.π.τ.
:
Εσ̑ύ, τ' αρζουλαdι̂́ζ̑εις τα πρόβατα, ντεχά, εκειά 'ζ γ̑βουνιού το κεφάλ' βοσ̑κένdαι
(Ε σύ, τα πρόβατα που ποθείς, να, σε εκείνη την βουνοκορφή βόσκουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
θέλω :1, ιστεντίζω, λαχταρίζω :3, μερακλαντίζω :3, ντιλεντίζω, χαβασλαντίζω