αρζουλούχι
(ουσ. ουδ.)
αρζουλούχ'
[arzuˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. arzululuk = προθυμία, με απλοποιητική αποβ. συλλαβής.
Επιθυμία
Συνών.
γάλπι :3, θέλημα, μεράκι :3, μουράτι :1, ντιλέκι :1, χασιρέτι
Τροποποιήθηκε: 19/05/2025