αρζουλούχι
(ουσ. ουδ.)
αρζουλούχ'
[arzuˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. arzu = επιθυμία, και το παραγωγ. -λίκι, όπου και τύπ. -λούχ', κατά την φωνηεντ. αρμονία. Πβ. και τουρκ. arzululuk = προθυμία.