άρειος
(επίθ.)
άρειος
[ˈarios]
Αραβαν., Φάρασ.
Από το μεταγν. κύρ. όν. Ἄρειος (θεολόγος του 4ου αι. μ.Χ., ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. ως ύβρις, βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἄρειος.
Υβριστ., αιρετικός
:
Ε, άρειε!
Φάρασ.
-Ανδρ.