αρέ
(επίρρ.)
αρέ
[aˈre]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
αρα̈́
[aˈræ]
Φάρασ.
χαρα̈́
[xaˈræ]
Σατ.
χάρε
[ˈxare]
Φάρασ.
Κατά τον Joseph (1995), από επανανάλυση του επιρρ. εδαρέ (< ἐδά ή ἔδε + ἄρτι) ως εδά + αρέ. Πιθανότερη η σύναψη με το αρμεν. επίρρ. ari = τώρα (Καρολίδης 1885: 69, Lüdtke 1922: 90), διαλεκτ. τύπ. του επιρρ. ard = τώρα, κοινής ΙΕ προελεύσεως με το αρχ. ἄρτι (Martirosyan 2009, λ. ard 2). οι Η αρχ. σημ. του ἄρτι διαφαίνεται στην σημ. 2 (πβ. LSJ ἄρτι 3).
1. Τώρα, αμέσως
ό.π.τ.
:
Αρέ ποίκαν το γάμο ατσ̑οί
(Αμέσως έκαναν τον γάμο αυτοί)
Τσουχούρ.
-VLACH
'πό τότε δέθε σως αρέ
(Από τότε ως τώρα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
|| Παροιμ.
Ηρτ' ο κως σου σο τ͑άρι τσ̑αι πααίνει αρα̈́ να 'εννήσει
(Έφτασε ο κώλος σου στα στενά και πάει τώρα να γεννήσει˙ για εκείνους που περιμένουν την τελευταία στιγμή να κάνουν μιά δουλειά (όπως οι κότες που τρέχουν γρήγορα στην φωλιά τους για να γεννήσουν όταν το αβγό είναι έτοιμο να βγει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άνιντε, αντά :2, αρέτσα, αψά, αψούτσικα, χάρπανταν
β.
Εισάγει ένα επιπλέον θέμα σε μιά ήδη ανοικτή συζήτηση
Φάρασ.
:
Αρέ, ζαΐρι ρωτάτε 'πενενdάβου σας 'ζδε το 'μον το φέρεμα
(Τώρα, ίσως αναρωτιέστε σχετικά με τον ερχομό μου
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Άμεσα στο μέλλον
ό.π.τ.
:
Αρέ νάρτει το φσ̑όκκο 'σ' το σκόλειο
(Όπου να 'ναι θα έρθει το παιδί από το σχολείο)
Φάρασ.
-Dawk.
Αρέ ύστερα να παγάσεις το χαρτίο τον τζ̑ελέτη
(Ύστερα γρήγορα θα πάς την επιστολή στον δήμιο)
Φάρασ.
-Dawk.
Μη με τσ̑ενdάς, αρέ σε φάω
(Μη με τσιμπάς, τώρα θα σε φάω)
Φάρασ.
-Dawk.
Κατέβα κάτου, αρέ σε φάμε
(Κατέβα κάτω, τώρα θα σε φάμε)
Φάρασ.
-Dawk.
Αρέ έννα νάρτου κονdά σου
(Σύντομα θα έρθω κοντά σου)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Αρέ 'α υπάγου, τσ̑ιπ 'α σες φάγω
(Τώρα θα πάω, όλους θα σας φάω)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
αρέτσα