άνιντε
(επίρρ.)
άνιdε
[ˈanide]
Αξ., Μαλακ., Τελμ.
άνιdεν
[ˈaniden]
Αφσάρ.
Από τουρκ. επίρρ. anide και aniden = ξαφνικά, αμέσως.
Αμέσως, μονομιάς
ό.π.τ.
:
Το κορίτσ̑’ τρέγ’, μαίν’ στο σπίτ’ άνιdε ζανdών’ τ’ τ͑ύρα
(Το κορίτσι τρέχει, μπαίνει στο σπίτι, αμέσως κλειδώνει την πόρτα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
«Άdέ την ασ̑όdα ποίκ’ ντα τόλι». Πήινι αράπ’, άνιdεν ποίγιν ντα τόλι
(«Κάνε να γεμίσει αυτό το αυλάκι». Πάει ο αράπης, το γεμίζει αμέσως)
Αφσάρ.
-Dawk.
Συνών.
αρέ, αψά, αψούτσικα, χάρπανταν, χεμέν