ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

άνιντε (επίρρ.) άνιdε [ˈanide] Αξ., Μαλακ., Τελμ. άνιdεν [ˈaniden] Αφσάρ. Από τουρκ. επίρρ. anide και aniden = ξαφνικά, αμέσως.
Αμέσως, μονομιάς ό.π.τ. : Το κορίτσ̑’ τρέγ’, μαίν’ στο σπίτ’ άνιdε ζανdών’ τ’ τ͑ύρα (Το κορίτσι τρέχει, μπαίνει στο σπίτι, αμέσως κλειδώνει την πόρτα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. «Άdέ την ασ̑όdα ποίκ’ ντα τόλι». Πήινι αράπ’, άνιdεν ποίγιν ντα τόλι («Κάνε να γεμίσει αυτό το αυλάκι». Πάει ο αράπης, το γεμίζει αμέσως) Αφσάρ. -Dawk. Συνών. αρέ, αψά, αψούτσικα, χάρπανταν, χεμέν