ανέψι
(ουσ. ουδ.)
ανέψ̑ι
[aˈnepʃi]
Αραβαν.
ανέψ'
[aˈneps]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. ἀνέψι, από το ουσ. ἀνεψιός με υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι.
Πβ.
εξάνεψο
Ξάδελφος
ό.π.τ.
:
O αδελφός, ο αρραβωνιαστικός, είχιν αδέλφια μικρά, είχιν ανέψια· Εε, παίνιξ̑αν ση γιαλίgουζα!
(Ο αδελφός, ο αρραβωνιαστικός, είχε νεαρά αδέλφια, είχε ξαδέρφια· Eε, πήγαιναν επίσκεψη στην αρραβωνιαστικιά!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ανεψιός :1, ξάδελφος
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025