ανέψι
(ουσ. ουδ.)
ανέψ̑ι
[aˈnepʃi]
Αραβαν.
ανέψ'
[aˈneps]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. ἀνέψι, από το ουσ. ἀνεψιός με υποκορ. επίθμ. -ιον > -ι.
Πβ.
εξάνεψο