ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανήφορος (ουσ. αρσ.) ανήφορος [aˈniforos] Φάρασ. ανώφ'ρους [aˈnofrus] Φάρασ. ανώφορο [aˈnoforo] Αφσάρ. Από το μεταγν. επίθ. ἀνώφορος = ανηφορικός. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. ήδη μεσν.
Ανήφορος ό.π.τ. : || Παροιμ. To μέγο ο ανήφορος έσ̑ει τσ̑αι μέγο κατήφορο (Ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο˙ όποιος μεγαλοπιάνεται μπορεί να πάθει και μεγάλη καταστροφή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιοκούσι :1, μπαγίρι, πανώφορος