άνισκος
(ουσ. θηλ.)
άνισ̑κος
[ˈaniʃkos]
Αξ., Τροχ.
Αγν. ετυμ. Πιθ. το πρόσταγμα anız koş = τρέξε, πεισματάρα (τουρκ. διαλεκτ. anız).
Παιχνίδι που παίζεται από δύο ομάδες, με 5-10 κορίτσια η καθεμία, σαν αμπάριζα
ό.π.τ.