ανόητος
(επίθ.)
ανόετο
[aˈnoeto]
Γούρδ.
Από το αρχ. επίθ. ἀνόητος. Ο τύπ. ανόετος και Πόντ. (ΙΛΝΕ).
Ανόητος, ηλίθιος
Αντίθ
αντικάς :2, αχαμνός, κεσκίνι, τσακμάκι :3, Συνών.
αβανάκος, αγναμάζης