ανόητος
(επίθ.)
ανόετο
[aˈnoeto]
Γούρδ.
Από το αρχ. επίθ. ἀνόητος. Ο τύπ. ανόετος και Πόντ. (ΙΛΝΕ).
Τροποποιήθηκε: 11/04/2025