ανοιξιμιάτικος
(επίθ.)
Πληθ.
ανοιξιμιάτ'κα
[aniksiˈmɲatka]
Μισθ.
Από το επίθ. ανοιξιμιός και το παραγωγ. επίθμ. -ιάτικος.
Το ουδ. πληθ. ως ουσ., ανοιξιάτικος
Μισθ.
:
Σπερίξαμ’ ανοιξιμιάτ’κα
(Σπείραμε τους ανοιξιάτικους καρπούς)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
ανοιξιάτικος, ανοιξιμιός