ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αντάμα (επίρρ.) ανdάμα [anˈdama] Φάρασ. 'ντάμα [ˈdama] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Μπέηκ., Ποτάμ., Σατ., Σίλ., Σινασσ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. 'τάμα [ˈtama] Σινασσ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. Μεσν. επίρρ. ἀντάμα < ἐν τῷ ἅμα. Ο τύπ. ’ντάμα με αποβολή του άτονου αρκτ. α-.
1. Αντάμα, μαζί με κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Έρσ̑ιτι οπ' χουριό άντρας τσ̑ης απ' του αρκ͑αdάσ̑ην ντου ’ντάμα (Έρχεται από το χωριό ο άντρας της με τον φίλο του μαζί) Σίλ. -Dawk. Παίν’νι του αδελφό τ’ μι του κελ ογλάν ’ντάμα (Ο αδελφός του πηγαίνει μαζί με τον φαλακρό) -Dawk. Ούλ-λα μας 'ντάμα να κάτσωμε 'ς τον σοφρά (Όλοι μαζί να κάτσουμε στον σοφρά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έννα νάρτει, σε φάμ' ούλοι μας 'ντάμα (Αν έρθει, θα φάμε όλοι μαζί) Σίλ. -Κωστ.Σ. Είδα τα 'ντάμα 'πνώνουνι, 'ντάμα σηκούνdι (Είδα ότι μαζί κοιμούνται και μαζί σηκώνονται) Φάρασ. -Bağr. Έφαγαν το κριάς που έφερεν τάμα τ', δόξασαν το Θεγό (Έφαγαν το κρέας που έφερε μαζί του και δόξασαν τον Θεό) Σινασσ. -Αρχέλ. 'ς έν' κουτί ταρό τζ̑ο πόρ'κες να σταθείς τάμα μου; ((Ούτε) για λίγη ώρα δεν μπόρεσες να σταθείς πλάι μου;) Φάρασ. -Lag. Κάθ'σε σο τραπέζι τζ' αdζείνοι αdάμα ήσανdε τζαι δώδεκα οι τζιράχοι (Έκατσε στο τραπέζι και εκεί μαζί ήταν και οι δώδεκα μαθητές = Λουκ. 22.14 Ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα απόστολοι σὺν αὐτῷ) Φάρασ. -Lag. Μέσα, 'ντάμα ήρταν Ανταβαλιώτ', Σεμεντεριώτ', Αξενοί, Μισιώτ', Λημνιώτ'· Μπεηκοϊλήδες δικοί μας 'ντάμα τ'νε δεν ήταν (Μέσα, μαζί ήρθαν Ανταβαλιώτες, Σεμεντριώτες, Αξενοί, Μιστιώτες, Λημνιώτες· κάτοικοι του Μπέηκιοϊ δικοί μας δεν ήταν μαζί τους) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β || Παροιμ. Έφαγαν 'ντάμα τ' ψωμί και άλας (Έφαγαν μαζί του ψωμί κι αλάτι˙ πέρασαν μαζί του πολλές δυσκολίες (ως συναγωνιστές)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. άμα, μετά, μπαραμπάρια
2. Συγχρόνως Μισθ., Σίλ., Φάρασ. : Κάτα ημέρα 'πνώνεις μο τα ορνίθα 'ντάμα (Κάθε μέρα κοιμάσαι με τις κότες) Φάρασ. -Αναστασ. 'φότες πίνει νερό, θωρεί τι κι η στσ̑άιδη κλιναίνει 'ντάμα του (Καθώς πίνει νερό, βλέπει ότι και η σκιά σκύβει ταυτόχρονα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντα ντυό σας ντάμα 'ντουν γκιαλαέψιτ' νίιδι αχταρμάς τσ̑αά απέσ' (Οι δυο σας όταν μιλάτε ταυτόχρονα γίνεται ανακατωσούρα εδώ μέσα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τούτση μι τση Ζαχά μας 'ντάμα ήγτου, ντεμέκ κι τα ντομήνdα έσ̑ειν ντα! (Αυτή με την Ζαχά μας ήταν μαζί, συνομήλικη, δηλαδή τα εβδομήντα (χρόνια της) τα έχει!) Σίλ. -Καρίπ. Συνών. μπαραμπάρια
3. Ως αλληλοπαθητική αντωνυμία, ενίοτε σε συνδυασμό με την προσωπική αντωνυμία τ'νε%i Αξ., Τροχ. : Ντεΐσαν 'ντάμα τ'νε (Μάλωσαν μεταξύ τους) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Ντεΐσαμ' 'ντάμα (Μαλώσαμε μεταξύ μας) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Ντεΐσαν 'ντάμα (Μάλωσαν μεταξύ τους) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555