ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χώρια (επίρρ.) χώρια ['xorʝa] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ. Από το μεσν. επίρρ. χωριά (με αλλαγή τόν. αναλογ. προς παροξύτονα επιρρ.).
Χωριστά ό.π.τ. : Ντα χωράφια χώρια, ντα φουλάνια χώρια (Τα χωράφια χωριστά, τα διάφορα λοιπά χωριστά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φάημά μου χώρια 'ναι (Το φαγητό μου είναι χωριστά) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Χώρια Χριστός, χώρια Παναγία (Χωριστά Χριστός, χωριστά Παναγία˙ Ο καθένας έχει τα δικά του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. μεριάς