χωριοκλωθού
(ουσ. θηλ.)
χωριοκλωθού
[xorʝokloˈθu]
Μαλακ.
Από τα ουσ. χωριό και κλωθού με συνδ. φωνήεν.
Ως χαρακτηρισμός για κάποιον που περιφέρεται από το ένα χωριό στο άλλο
Πβ.
κλωθού