χωριοκλωθού
(ουσ. θηλ.)
χωριοκλωθού
[xorʝokloˈθu]
Μαλακ.
Από τα ουσ. χωριό και κλωθού με συνδετ. φων.
Ως χαρακτηρισμός για κάποιον που περιφέρεται από το ένα χωριό στο άλλο
Πβ.
κλωθού
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025