κλωθού
(ουσ. θηλ.)
κλωθού
[kloˈθu]
Σινασσ.
Από το ρ. κλώθω και το παραγωγ. επίθμ. -ού.
Χαρακτηρισμός γυναίκας που περιφέρεται άσκοπα, γυρίστρα
Σινασσ.
:
Σαν την χωριού λελή ντέλεσαι ασ' του Θεού τα χαράματα ως τ' άγρια τα νύχτες, χωριού κλωθού!
(Σαν την τρελή του χωριού περιφέρεσαι από τα χαράματα του Θεού ως την άγρια νύχτα, γυρίστρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Χωριού κλωθού, γκεζεκένα, ίσαμε το βράδυ ντέλεσαι
(Γυρίστρα, μέχρι το βράδυ περιφέρεσαι)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Κλωθού χωριού
(Αυτή που περιφέρεται άσκοπα στο χωριό)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
γκεζεκένα