κλουφατούρτημα
(ουσ. ουδ.)
κλουφατούρτημα
[klufaˈturtima]
Μισθ.
Από το ρ. κλουφατουρντίζω και το παραγωγ. επίθ. -μα.
Ανακάτεμα ώστε να σχηματιστεί μιά πιο μοιογενής μάζα, π.χ. κατά το μαγείρεμα
Μισθ.
Συνών.
καριστούρτημα :1