κλώσμα
(ουσ. ουδ.)
κώσμα
[ˈkozma]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κλῶσμα = α) κλώσιμο β) κλωστή, με αποβ. μεσοφωνηεντικού [l]. Η λ. και Πόντ.
Περιστροφική οδός σε βουνό