ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλωστρά (επίρρ.) κλωστρά [kloˈstra] Ανακ., Ποτάμ. Από το επίθ. κλωστός και το παραγωγ. επίθμ. σχηματισμού επιρρημάτων , με προσθήκη άλογου [r], για το οπ. πβ. τον τύπ. κλωστρός Θράκ. Κύπρ. Κατά τον Φιλήντα (1933: 282), η προσθήκη πιθ. αναλογ. προς άλλα επίθ. σε -ρός (π.χ. χαλαρός, μαλλιαρός κ.τ.ό.).
Γύρω από ό.π.τ. : || Παροιμ. Μάρτης δε σέμηκα, κλωστρά κλωστρά δε σ̑ό’σα (Εγώ ο Μάρτης δεν μπήκα, γύρω γύρω δεν χιόνισα˙ για την δριμύτητα του Μαρτίου) Ανακ. -Κωστ.Α.