κόατς
(ουσ. ουδ.)
κόατς
[ˈkoats]
Φάρασ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. gök ardıç (kuşu) / gökardıç = γαλαζοκότσυφας. Για τον τύπ. βλ. τα τουρκ. ουσ. gök, όπου και διαλεκτ. τύπ. göğ, και ardıç, όπου και διαλεκτ. τύπ. arça, arşa. arçın, arcın, arçı. Λιγότερο πιθ. η σύναψη με το νεότ. ουσ. κότσυφας (Λεξ. Δουκ., λ. κότζιφας) < αρχ. κόσσυφος (Καρολίδης 1885: 180).
Εἰδος κότσυφα, πετροκότσυφας.