ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόγκαλα (ουσ.) κόνgαλα [ˈkoŋgala] Σίλ. Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kolanka = εορταστικό δείπνο (πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kolanga = εορτασμός μπαϊραμιού) με μετάθεση συλλαβών (THADS, λ. kolanga, kolanka). Εναλλακτικά, πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kangal = αποξηραμένο δεμάτι καπνού, πβ. και πρώιμ. μεσν. καγκάλεα (πβ. Ἡσύχ. Κ 27 «καγκαλέα· κατακεκαυμένα») και αρχ. επίθ. κάγκανος = ξηρός, στεγνός, με μαρτυρίες σε πολλά νεοελλ. ιδιώμ. (Andriotis 1974, λ. κάγκανος).
Παστό κρέας