κόγκαλα
(ουσ.)
κόνgαλα
[ˈkoŋgala]
Σίλ.
Πιθ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kangal = αποξηραμένο δεμάτι καπνού, πβ. και πρώιμ. μεσν. καγκάλεα (πβ. Ἡσύχ. Κ 27 «καγκαλέα· κατακεκαυμένα») και αρχ. επίθ. κάγκανος = ξηρός, στεγνός, με μαρτυρίες σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (Andriotis 1974, λ. κάγκανος).
Παστό κρέας
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025