κόι
(ουσ. ουδ.)
κο̈́ι
[[køi]
Ουλαγ.
κ͑όι
[ˈkʰoi]
Ανακ., Αραβ., Τροχ.
κιόι
[ˈcoi]
Αραβ.
Από το τουρκ. ουσ. köy = χωριό, όπου και διαλεκτ. τύπ. koy.
Χωριό
ό.π.τ.
:
Το κορίτσ̑' άφηκέν ντο ντο κο̈́ι χοdζ̑ασι̂́ κουνdά
(Το κορίτσι το άφησε με τον δάσκαλο του χωριού)
Ουλαγ.
-Dawk.
|| Φρ.
κ͑όι γκοσ̑τί
(Το χωριό έφυγε˙ ευχή σε έγκυο, καλή λευτεριά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
κ͑όι αγασής
(Ο αγάς του χωριού˙ ο πλειοδότης στον διαγωνισμό για την είσπραξη των φόρων ενός χωριού. Πβ. τουρκ. <em>köy ağası</em> = αυτός που έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία, προεστός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.