ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόι (ουσ. ουδ.) κο̈́ι [[køi] Ουλαγ. κ͑όι [ˈkʰoi] Ανακ., Αραβ., Τροχ. κιόι [ˈcoi] Αραβ. Από το τουρκ. ουσ. köy = χωριό, όπου και διαλεκτ. τύπ. koy.
Χωριό ό.π.τ. : Το κορίτσ̑' άφηκέν ντο ντο κο̈́ι χοdζ̑ασι̂́ κουνdά (Το κορίτσι το άφησε με τον δάσκαλο του χωριού) Ουλαγ. -Dawk. || Φρ. κ͑όι γκοσ̑τί (Το χωριό έφυγε˙ ευχή σε έγκυο, καλή λευτεριά) Ανακ. -Κωστ.Α. κ͑όι αγασής (Ο αγάς του χωριού˙ ο πλειοδότης στον διαγωνισμό για την είσπραξη των φόρων ενός χωριού. Πβ. τουρκ. <em>köy ağası</em> = αυτός που έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία, προεστός) Ανακ. -Κωστ.Α.