ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοινωνώ (ρ.) κοινωνώ [cinoˈno] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ. τσ̑οινωνώ [tʃinoˈno] Φάρασ. κοινωνίζω [cinoˈnizo] Ανακ., Αραβαν., Σινασσ. κοινωνίζου [cinoˈnizu] Μισθ., Σίλ. τσ̑οινουνίζου [tʃinuˈnizu] Μισθ. Αόρ. κοινών'σα [ciˈnonsa] Μισθ. Αόρ. Υποτ. κοινωνή’εις [cinoˈniis] Ανακ. Παθ. κοινωνίζομαι [cinoˈnizome] Ανακ., Φλογ. κοινωνίζουμαι [cinoˈnizume] Αξ., Γούρδ., Φερτάκ. κοινωνίζουμι [cinoˈnizumi] Μισθ. τσοινωνιζιέμι [tsinoniˈzʝemi] Μισθ. τσ̑οινουνίζουμι [[tʃinuˈnizumi] Μισθ. Αρχ. ρ. κοινωνέω-ῶ. Οι τύπ. σε -ίζω από νεότ. κοινωνίζομαι (βλ. Λεξ. Βλάχ., λ. κοινωνίζω), το οπ. από μεταπλ. λόγω της σύμπτωσης των αορ. δομών των ρ. σε και -ίζω.
1. Μτβ. Για ιερέα, κοινωνώ, κάποιον, μεταλαμβάνω κάποιον, προσφέροντας του την Θεία Μετάληψη (Θεία Κοινωνία) κ.α., Σίλ., Φερτάκ.
β. Πηγαίνω κάποιον στην εκκλησία για να μεταλάβει Μισθ. : Σάbαα νου πη’άεις νο τσοινωνί’εις (Αύριο θα τον πας να κοινωνήσει ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.
2. Αμτβ. μεταλαμβάνω, συμμετέχω στην Θεία Μετάληψη ό.π.τ. : Α ‘ροματιστείς τσ̑ι α τσ̑οινωνιστείς, τσ̑είδι καλό (Αν δεις όνειρο ότι μεταλαμβάνεις, είναι καλό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πέσανι κι ρεν κοινώνησι (Πέθανε και δεν κοινώνησε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσερετζή να τσoiνωνιστώ (Την Κυριακή θα κοινωνήσω) Μισθ. -Κοτσαν. Που ήταν να ’εννήσ’ ’ναίκα κοινωνιζούτανε (Όταν ήταν να γεννήσει μιά γυναίκα, μεταλάμβανε) Ανακ. -Κωστ.Α. Πάχσα πααίνουμ' τσ̑ην 'gλησ̑ά, κοινωνίζουμ' (Το Πάσχα πηγαίνουμε στην εκκλησιά, κοινωνάμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ικειού κοινωνίζονται και ύστερα βλογίζονται, στεφάνονται (Εκεί μεταλαμβάνουν και μετά αρραβωνιάζονται, παντρεύονται) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811