κοίμισμα
(ουσ. ουδ.)
κοίμισμα
[ˈcimizma]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ.
Μεσν. ουσ. κοίμισμα (πβ. Ευστ. Λόγ. 5.73 «φάρμακον σωτηρίας εὐπόριστον, ἀγριαινόντων παθῶν κοίμισμα»), το οπ. από το θ. κοιμισ- του ρ. κοιμίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα.