ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοίμισμα (ουσ. ουδ.) κοίμισμα [ˈcimizma] Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ. Μεσν. ουσ. κοίμισμα (πβ. Ευστ. Λόγ. 5.73 «φάρμακον σωτηρίας εὐπόριστον, ἀγριαινόντων παθῶν κοίμισμα»), το οπ. από το θ. κοιμισ- του ρ. κοιμίζω με παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κοίμισμα, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρ. κοιμίζω Γούρδ., Ποτάμ. Συνών. υπνώσιμο :1
2. Ξάπλωμα Αραβαν. Συνών. κύλισμα
3. Καταβολάδα Αραβαν. Συνών. γιατιρμάς