υπνώσιμο
(ουσ. ουδ.)
'πνώσιμα
[ʹpnosima]
Φάρασ.
Από το ρ. υπνώνω, όπου και τύπ. 'πνώνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Τροποποιήθηκε: 15/08/2025