υπνώσιμο
(ουσ. ουδ.)
'πνώσιμα
Φάρασ.
Από το ρ. υπνώνω, όπου και τύπ. 'πνώνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο, όπου και τύπ. -σιμα.
Κοίμισμα
Συνών.
κοίμισμα :1