υπνές
(ουσ.)
υπνές
[ipˈnes]
Φάρασ.
Από το ουσ. ύπνος και το παραγωγ. επίθμ. -έας > -ές ή -ιάς.
1. Κοιμισμένος
Πβ.
κοιμούμαι
2. Νωθρός, οκνός
Συνών.
αβαράς :2, βαρύς :4, γαλπαζάνος :3, κάλπι :4, μιζμίζης :3, μισκίνης :1, οκνός, τεμπέλης