υκύζ
(ουσ. ουδ.)
ϋκΰζ
[yˈkyz]
Φερτάκ.
Πληθ.
ϋκΰζια
[yˈkyzʝa]
Φερτάκ.
Από το τουρκ. ουσ. öküz = βόδι.
Βόδι
Φερτάκ.
Συνών.
βόδι