υπομένω
(ρ.)
Υποτ.
'πoμείνω
[poˈmino]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ὑπομένω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Ο τύπ. 'πομένω ήδη μεσν.
Υπομένω, επιδεικνύω υπομονή απέναντι σε κάτι
:
|| Παροιμ.
'α 'πομείν' το παχάρι, 'α 'πομείν' την άνοιξη, 'α 'πομείν' το μαθόπωρο· το σ̑ειμό πού 'α υπάς; 'α κωσ', 'α κωσ' πάλι σε μας 'α νάρτεις
(Θα κάνεις υπομονή την άνοιξη, θα κάνεις το καλοκαίρι, θα κάνεις το φθινόπωρο· τον χειμώνα πού θα πας; Θα πας εδώ κι εκεί, πάλι σε μας θα 'ρθεις.˙ για εκείνους που άφηναν τους φίλους τους αλλά τελικά η ανάγκη τους έκανε να ξαναστραφούν σε αυτούς.)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κουρτώ, νταγιαντίζω, τραβώ