ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υπομένω (ρ.) Υποτ. 'πoμείνω [poˈmino] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. ὑπομένω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. Ο τύπ. 'πομένω ήδη μεσν.
Υπομένω, επιδεικνύω υπομονή απέναντι σε κάτι : || Παροιμ. 'α 'πομείν' το παχάρι, 'α 'πομείν' την άνοιξη, 'α 'πομείν' το μαθόπωρο· το σ̑ειμό πού 'α υπάς; 'α κωσ', 'α κωσ' πάλι σε μας 'α νάρτεις (Θα κάνεις υπομονή την άνοιξη, θα κάνεις το καλοκαίρι, θα κάνεις το φθινόπωρο· τον χειμώνα πού θα πας; Θα πας εδώ κι εκεί, πάλι σε μας θα 'ρθεις.˙ για εκείνους που άφηναν τους φίλους τους αλλά τελικά η ανάγκη τους έκανε να ξαναστραφούν σε αυτούς.) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κουρτώ, νταγιαντίζω, τραβώ