ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υστέρικο (επίρρ.) υστέρικου [iˈsteriku] Τσουχούρ. υστέρ'κου [iˈsterku] Τσουχούρ. Από το επίρρ. υστέρου και το υποκορ. επίθμ. -ικο.
Μετά από λίγο : Δυό τρία σαχάτια υστέρικου (Δυό τρεις ώρες αργότερα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Σηκώνκιν τσαι το χαπάχι 'σ' σο πιθάρι, πένκιν τό νερό του τσαι υστέρ'κου φύνκιν πααίνκιν (Σήκωνε το καπάκι του πιθαριού, έπινε το νερό του και μετά από λίγο έφευγε) Τσουχούρ. -Παπαδ.