υστέρικο
(επίρρ.)
υστέρικου
[iˈsteriku]
Τσουχούρ.
υστέρ'κου
[iˈsterku]
Τσουχούρ.
Από το επίρρ. υστέρου και το υποκορ. επίθμ. -ικο.
Μετά από λίγο
:
Δυό τρία σαχάτια υστέρικου
(Δυό τρεις ώρες αργότερα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σηκώνκιν τσαι το χαπάχι 'σ' σο πιθάρι, πένκιν τό νερό του τσαι υστέρ'κου φύνκιν πααίνκιν
(Σήκωνε το καπάκι του πιθαριού, έπινε το νερό του και μετά από λίγο έφευγε)
Τσουχούρ.
-Παπαδ.