ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ύψωμα (ουσ. ουδ.) ύψωμα [ˈipsoma] Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ. γύψωμα [ˈʝipsoma] Αξ. ύψωμο [ˈipsomo] Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ. Μεταγν. ουσ. ὕψωμα = υψηλός τόπος. Η εκκλ. σημ. μεσν.
1. Ύψωμα, το κεντρικό τμήμα του καθαγιασμένου άρτου ό.π.τ. : Φκιάισ̑καμ’ ένα σουλλούτουργο και φέρισκαμε σο σπίτι μ’ ένα ύψωμα (Κάναμε ένα συλλείτουργο και φέρναμε στο σπίτι μου ένα ύψωμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Κατ' επέκτ., ο καθαγιασμένος άρτος Ανακ., Σίλ.