ύψωμα
(ουσ. ουδ.)
ύψωμα
[ˈipsoma]
Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ.
γύψωμα
[ˈʝipsoma]
Αξ.
ύψωμο
[ˈipsomo]
Ανακ., Ποτάμ., Σινασσ.
Μεταγν. ουσ. ὕψωμα = υψηλός τόπος. Η εκκλ. σημ. μεσν.
1. Ύψωμα, το κεντρικό τμήμα του καθαγιασμένου άρτου
ό.π.τ.
:
Φκιάισ̑καμ’ ένα σουλλούτουργο και φέρισκαμε σο σπίτι μ’ ένα ύψωμα
(Κάναμε ένα συλλείτουργο και φέρναμε στο σπίτι μου ένα ύψωμα)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
2. Κατ' επέκτ., ο καθαγιασμένος άρτος
Ανακ., Σίλ.