υτζρέτι
(ουσ. ουδ.)
ϋτζ̑ρέτι
[ydʒˈreti]
Αξ.
ϋτζ̑ρέτ'
[ydʒˈret]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ücret = μισθός, χρέωση.
Αμοιβή
Αξ.
:
Ένα βραγύ, 'φόν εdώκεν το ϋτζ̑ρέτι τ', κ͑ουνdά το στ' άλογο τ' πίσω, παίρ' το και φέγ'νε
(Ένα βράδυ, αφού έδωσε την αμοιβή της, τη ρίχνει πίσω στο άλογό του, την παίρνει και φεύγουν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
χάκι :2
Τροποποιήθηκε: 28/04/2025