ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υτζρέτι (ουσ. ουδ.) ϋτζ̑ρέτι [ydʒˈreti] Αξ. ϋτζ̑ρέτ [ydʒˈret] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. ücret = μισθός, χρέωση.
Αμοιβή Αξ. : Ένα βραγύ, 'φόν εντώκεν το ϋτζ̑ρέτι τ', κ͑ουνdά το στ' άλογο τ' πίσω, παίρ' το και φέγ'νε (Ένα βράδυ, αφού έδωσε την αμοιβή της, τη ρίχνει πίσω στο άλογό του, την παίρνει και φεύγουν) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. μοίρα, χάκι