υτζρέτι
(ουσ. ουδ.)
ϋτζ̑ρέτι
[ydʒˈreti]
Αξ.
ϋτζ̑ρέτ
[ydʒˈret]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. ücret = μισθός, χρέωση.