ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υρκτώ (ρ.) ϋρκτού [yrˈktu] Ουλαγ. Παρατατ. ΰρκτεινα [ˈyrktina] Ουλαγ. Αόρ. ουρκτι-έσα [urkti'esa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. ürkmek = τρομάζω, φοβάμαι.
Σκιάζομαι (για ζώα) Ουλαγ. : Ντ' άλοχατα ΰρκτειναν, ντο κόνωνισ̑κε ντο λερό ντεν ντο πιγίνισ̑καν (Τα άλογα τρόμαζαν, το νερό που έχυνε δεν το έπιναν) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. υρκελεντώ :1
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025