υρκτώ
(ρ.)
ϋρκτού
[yrˈktu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
ΰρκτεινα
[ˈyrktina]
Ουλαγ.
Αόρ.
ουρκτι-έσα
[urkti'esa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. ürkmek = τρομάζω, φοβάμαι.
Σκιάζομαι (για ζώα)
Ουλαγ.
:
Ντ' άλοχατα ΰρκτειναν, ντο κόνωνισ̑κε ντο λερό ντεν ντο πιγίνισ̑καν
(Τα άλογα τρόμαζαν, το νερό που έχυνε δεν το έπιναν)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
υρκελεντώ :1
Τροποποιήθηκε: 13/08/2025