ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

υρκάρι (ουσ. ουδ.) ουρκιάρ' [urˈcar] Τροχ. ουρκέρι [urˈceri] Σατ. Πληθ. ϋρκάρια [yrˈkarʝa] Καρατζάβ., Σεμέντρ. ουρκάρια [urˈkarʝa] Σεμέντρ. Aπό το τουρκ. ουσ. ülker = oι Πλειάδες.
Ο αστερισμός των Πλειάδων ό.π.τ. : Το ουρκιάρ’ αν πέφτισκε πάνω σ’ χαϊβάν ψόφαγε (Αν έπεφτε το άστρο πάνω σε ζώο, ψόφαγε) Τροχ. -Νίγδελ.Λ. Αμάν τα ουρκάρια που έφτασαν! Ξημέρωσαμ’. Πολύ καθίσαμε! (Αμάν σε τι ύψος έφτασαν οι Πλειάδες! Ξημερωθήκαμε! Πολύ καθίσαμε!) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283