υρκάρι
(ουσ. ουδ.)
ουρκιάρ'
[urˈcar]
Τροχ.
ουρκέρι
[urˈceri]
Σατ.
Πληθ.
ϋρκάρια
[yrˈkarʝa]
Καρατζάβ., Σεμέντρ.
ουρκάρια
[urˈkarʝa]
Σεμέντρ.
Aπό το τουρκ. ουσ. ülker = oι Πλειάδες.
Ο αστερισμός των Πλειάδων
ό.π.τ.
:
Το ουρκιάρ’ αν πέφτισκε πάνω σ’ χαϊβάν ψόφαγε
(Αν έπεφτε το άστρο πάνω σε ζώο, ψόφαγε)
Τροχ.
-Νίγδελ.Λ.
Αμάν τα ουρκάρια που έφτασαν! Ξημέρωσαμ’. Πολύ καθίσαμε!
(Αμάν σε τι ύψος έφτασαν οι Πλειάδες! Ξημερωθήκαμε! Πολύ καθίσαμε!)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283