υπογονατίζω
'πoγονατίζω
[poɣonaˈtizo]
Φάρασ.
Από το προθμ. υπο- και το ρ. γονατίζω.
1. Γονατίζω
:
Σαμού ψαλένκαν οι παπάδε τα δώδεκα βαgέλια σε τσιπ τις γουώσσες ατέ οι Τούρτζ̑οι μο τ΄εμάς ντάμα καθούσαν κάτω πογονατίσκαν σα γόνατα πάνω
(Όταν διάβαζαν οι παπάδες τα δώδεκα ευαγγέλια σε όλες τις γλώσσες, αυτοί οι Τούρκοι μαζί με εμας κάθοντας κάτω και προσκυνούσαν γονατιστοί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γονατίζω, ντιζλεντίζω
2. Λυγίζω, υποκύπτω
Συνών.
κλίνω, μπιουκιουλντίζω