κλίνω
(ρ.)
κλίνω
[ˈklino]
Αξ., Φάρασ.
κλιναίνω
[kliˈneno]
Κίσκ., Φάρασ.
κλινίσκω
[kliˈnisko]
Σινασσ., Τελμ., Τροχ.
κλινίσ̑κω
[kliˈniʃko]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ.
κλινίξου
[kliˈniksu]
Μισθ.
Παρατατ.
εκλίνισκα
[eˈkliniska]
Ποτάμ.
κλίνισκα
[ˈkliniska]
Γούρδ.
Αόρ.
έκλινα
[ˈeklina]
Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ.
Προστ. Εν.
κλίνε
[ˈkline]
Αξ., Φάρασ.
κλίνι
[ˈklini]
Μισθ.
Πληθ.
κλίνετ'
[ˈklinet]
Αξ.
Από το αρχ. ρ. κλίνω. Για τους τύπους σε -ίσκω βλ. επίθμ. -ίσκω.
1. Σκύβω, γέρνω, λυγίζω
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ.
:
Ετά το ξ̑ύλο να κλίν’ ν’ αναβεί εγελφή μ’ και πάλ’ να σ̑ηκωχεί
(Αυτό το δέντρο να γείρει να ανεβεί η αδελφή μου και πάλι να σηκωθεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έκλινα να πιω λίγο νερό
(Έσκυψα να πιω λίγο νερό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έκλινε το κιφάλι τ' και πήρε χωριού το στράτα
(Έσκυψε το κεφάλι της και πήρε του χωριού τον δρόμο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κλίνε και πίε νερό
(Σκύψε και πιες νερό)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Κλίνε, καβακόκκο μου, να βγω απάνου
(Γείρε, λευκίτσα μου, να ανέβω πάνω)
Φάρασ.
-Dawk.
Κλίνι σα γόναδα σ' τσι φίλα ντου χέρι τ'
(Γονάτισε και φίλα το χέρι του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κλινίξου να πάρου ένα σ̑έι
(Σκύβω να πάρω κάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
'φότες πίνει νερό, θωρεί τι κι η στσ̑άιδη κλιναίνει 'ντάμα του
(Καθώς πίνει νερό, βλέπει ότι και η σκιά σκύβει ταυτόχρονα)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σοτίπως μη κλιναίνει;
(Για ποιον λόγο να μη γέρνει;)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Το μυτί της να πέσ' κάτω δεν κλινίσκ' να το πάρ'
(Η μύτη της να πέσει κάτω δεν σκύβει να την πιάσει, είναι τόσο ψωροπερήφανη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Κλινίσκ' νύφ’ και παίρ’ το, βάλλ’ το σο τουβάρ'
(Σκύβει η νύφη και το παίρνει, το βάζει στον τοίχο)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Μη κλιναίνετε το φσόντυό σας
(Μη σκύβετε το σβέρκο σας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
γιαναντίζω, γιαναστίζω, εγιλντώ, κλίνω :1, μπιουκιουλντίζω, χαμηλώνω
2. Ρέπω προς, έχω τάση για κάτι
Αραβαν.
:
Κοριτσιού τα χέρια κλινίσκουν σο όργο
(Τα χέρια του κοριτσιού έχουν κλίση για δουλειά)
Αραβαν.
-Φωστ.
3. Αλλάζω θέση ή κατεύθυνση, στρέφομαι προς
Μισθ.
5. Κάνω κάτι να χαμηλώσει
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Θωρεί λαγούδια, δε κρούει
και περδίκια δε κλινίσκει%i (Βλέπει λαγούς, δεν τους χτυπά
και πέρδικες δε ρίχνει κάτω ) Τελμ. -Αινατζ.
και περδίκια δε κλινίσκει%i (Βλέπει λαγούς, δεν τους χτυπά
και πέρδικες δε ρίχνει κάτω ) Τελμ. -Αινατζ.