ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλίνω (ρ.) κλίνω [ˈklino] Αξ., Φάρασ. κλιναίνω [kliˈneno] Κίσκ., Φάρασ. κλινίσκω [kliˈnisko] Σινασσ., Τελμ., Τροχ. κλινίσ̑κω [kliˈniʃko] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. κλινίξου [kliˈniksu] Μισθ. Παρατατ. εκλίνισκα [eˈkliniska] Ποτάμ. κλίνισκα [ˈkliniska] Γούρδ. Αόρ. έκλινα [ˈeklina] Αραβαν., Γούρδ., Φάρασ. Προστ. Εν. κλίνε [ˈkline] Αξ., Φάρασ. κλίνι [ˈklini] Μισθ. Πληθ. κλίνετ' [ˈklinet] Αξ. Από το αρχ. ρ. κλίνω. Για τους τύπους σε -ίσκω βλ. επίθμ. -ίσκω.
1. Σκύβω, γέρνω, λυγίζω Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ., Τροχ., Φάρασ. : Ετά το ξ̑ύλο να κλίν’ ν’ αναβεί εγελφή μ’ και πάλ’ να σ̑ηκωχεί (Αυτό το δέντρο να γείρει να ανεβεί η αδελφή μου και πάλι να σηκωθεί) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Έκλινα να πιω λίγο νερό (Έσκυψα να πιω λίγο νερό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Έκλινε το κιφάλι τ' και πήρε χωριού το στράτα (Έσκυψε το κεφάλι της και πήρε του χωριού τον δρόμο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κλίνε και πίε νερό (Σκύψε και πιες νερό) Φάρασ. -Ανδρ. Κλίνε, καβακόκκο μου, να βγω απάνου (Γείρε, λευκίτσα μου, να ανέβω πάνω) Φάρασ. -Dawk. Κλίνι σα γόναδα σ' τσι φίλα ντου χέρι τ' (Γονάτισε και φίλα το χέρι του) Μισθ. -Κοτσαν. Κλινίξου να πάρου ένα σ̑έι (Σκύβω να πάρω κάτι) Μισθ. -Κοτσαν. 'φότες πίνει νερό, θωρεί τι κι η στσ̑άιδη κλιναίνει 'ντάμα του (Καθώς πίνει νερό, βλέπει ότι και η σκιά σκύβει ταυτόχρονα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σοτίπως μη κλιναίνει; (Για ποιον λόγο να μη γέρνει;) Φάρασ. -Αναστασ. Το μυτί της να πέσ' κάτω δεν κλινίσκ' να το πάρ' (Η μύτη της να πέσει κάτω δεν σκύβει να την πιάσει, είναι τόσο ψωροπερήφανη) Σινασσ. -Τακαδόπ. Κλινίσκ' νύφ’ και παίρ’ το, βάλλ’ το σο τουβάρ' (Σκύβει η νύφη και το παίρνει, το βάζει στον τοίχο) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Μη κλιναίνετε το φσόντυό σας (Μη σκύβετε το σβέρκο σας) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. Συνών. γιαναντίζω, γιαναστίζω, εγιλντώ, κλίνω :1, μπιουκιουλντίζω, χαμηλώνω
2. Ρέπω προς, έχω τάση για κάτι Αραβαν. : Κοριτσιού τα χέρια κλινίσκουν σο όργο (Τα χέρια του κοριτσιού έχουν κλίση για δουλειά) Αραβαν. -Φωστ.
3. Αλλάζω θέση ή κατεύθυνση, στρέφομαι προς Μισθ.
4. Δίνω σε κάτι πλάγια θέση, λυγίζω Μισθ. Συνών. γυρίζω :2, διπλώνω :2
5. Κάνω κάτι να χαμηλώσει Τελμ. : || Ασμ. Θωρεί λαγούδια, δε κρούει
και περδίκια δε κλινίσκει%i
(Βλέπει λαγούς, δεν τους χτυπά
και πέρδικες δε ρίχνει κάτω )
Τελμ. -Αινατζ.