ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλειδώνω (ρ.) κλειδώνω [kliˈðono] Ανακ. κλειρώνω [kliˈrono] Γούρδ. κλειώνω [kliˈono] Τροχ. κλουρώνω [kluˈrono] Σίλ. κουρώνου [kuˈronu] Σίλ. Μτχ. κλειρωμένο [kliroˈmeno] Γούρδ. Από το μεσν. ρ. κλειδώνω, το οπ. από πρώιμ. μεσν. ρ. κλειδόω-ῶ. Για την πολυτυπ. του λ., βλ. λ. κλειδί.
Κλειδώνω ό.π.τ. : Κλειδώστε τη θύρα (Κλειδώστε την πόρτα) Ανακ. -Κωστ.Α. Το χύρα με το κλειρί καλά κλείρωσ' το (Την θύρα κλείδωσ' την καλά με το κλειδί) Γούρδ. -Καράμπ. Κουρώνου τσ̑η σύρα μου, φεύγου (Κλειδώνω την πόρτα μου, φεύγω) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'γώ σα κλουρώσω ντουκιάνι μου και να κάτσουμι σου μας τρεις τέσσαρας μέρας (Εγώ θα κλειδώσω το μαγαζί μου και θα κάτσετε μαζί μας 3-4 μέρες) Σίλ. -Συλλ. Παιδιού μάνα παίρνει εν γουντάκ’, κλειών’ το (Η μάνα του παιδιού παίρνει μιά κλειδαριά, την κλειδώνει) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. ζαντώνω, μανταλώνω, Πβ. καρακώνω