κλέβω
(ρ.)
κλέβω
[ˈklevo]
Αξ., Γούρδ.
κλέβου
[ˈklevu]
Μισθ.
κλέφτω
[ˈklefto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φλογ.
κλέφτου
[ˈkleftu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Τσουχούρ.
Παρατατ.
κλέβισ̑κα
[ˈkleviʃka]
Ανακ., Σίλ.
κλέφισκα
[ˈklefiska]
Μισθ.
κλέβιξα
[ˈkleviksa]
Μισθ.
κλέφτισ̑κα
[ˈkleftiʃka]
Αραβαν., Φλογ.
κλέφτσισκα
[ˈkleftsiska]
Γούρδ.
κλέφτιγα
[ˈkleftiɣa]
Μαλακ.
Αόρ.
έκλεψα
[ˈeklepsa]
Γούρδ., Σίλ., Φάρασ.
έγκλεψα
[ˈeglepsa]
Φάρασ.
ήκλεψα
[ˈiklepsa]
Ανακ.
έκλιψα
[ˈeklipsa]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
Μτχ.
κλεψ̑ημένου
[klepʃiˈmenu]
Σίλ.
Από το αρχ. ρ. κλέπτω. Ο τύπ. κλέβω νεότ., από το κλέπτω με μεταπλ. με βάση το θ. του αορ. Ο τύπ. κλέφτω μεσν., με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt > ft].
Κλέβω
ό.π.τ.
:
Και πότ' παίν', κλέφτ' ένα πουτήρ'
(Και όταν μπαίνει, κλέβει ένα ποτήρι)
Μαλακ.
-Dawk.
Κλέφτσ̑ει τρώει
(Κλέβει και τρώει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Eσ̑ύ ήτον που μας κλέβισ̑κες
(Εσύ ήσουν που μας έκλεβες)
Ανακ.
-Cost.
Πότ’ κοιμούνται νύχτα ερούταν δυό παλληκάρα, κλέφτισ̑κεν qαμπρού τα τσόλια
(Ενώ κοιμούνταν τη νύχτα έρχονταν δυό παλληκάρια, έκλεβαν τα ρούχα του γαμπρού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Tὄνα κλέβιξιν τ' άλλου
(Ο ένας έκλεβε τον άλλον)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Κλέφισκαν ντα σπίτια
(Έκλεβαν τα σπίτια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έκλεψιζ μι τα ήτου;
(Τα είχες κλέψει;)
Σίλ.
-Dawk.
Έκλιψιν τ' αλεύιρ'
(Έκλεψε το αλεύρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μο του έκλεψεν τα 'ρνίθε τζ̑ό 'νι, 'ποπάνου βρίζει μες τσ̑όας
(Δεν είναι μόνο που έκλεψε τις κότες, από πάνω μάς βρίζει κιόλας)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Tσ̑ις τα ξέρει τσό 'ν' τ' έκλιψι;
(Ποιος το ξέρει ποιος είναι αυτός που το έκλεψε; )
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είσ̑ις τα μι κλεψ̑ιμένα;
(Τα είχες κλέψει;)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
καπτώ, κουρτώ, κρύβω, χασεύω :3