ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλαμουρίζω (ρ.) κλαμουρίζω [klamuˈrizo] Μαλακ., Φάρασ. καμουρίζω [kamuˈrizo] Σίλατ., Φλογ. Από το μεταγν. ρ. κλαυθμυρίζω. Η λ. και Κύπρ. Πβ. το κοινό κλαψουρίζω.
Κλαίω, μοιρολογώ ό.π.τ. : Κλαίει, καμουρίζ', παρακαλεί, ανοιξέτ' θύρα (Κλαίει, κλαψουρίζει, παρακαλάει, ανοίξτε την πόρτα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Πήρα το και ντώκα το τσαχ στο ποδαρίτσι
Ήρτεν μαύρη τ' μάνα, κλαίει και κλαμουρίζει
(Το πήρα και το χτύπησα (ενν. το πουλάκι) στο ποδαράκι
Ήρθε η καημένη η μάνα του, κλαίει και θρηνεί)
Φάρασ. -Παχτ.