ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κίτσι (ουσ. ουδ.) qι̂́τσ̑ι [ˈqɯtʃi] Μαλακ., Ουλαγ., Φλογ. qι̂́τσ̑' [ˈqɯtʃ] Μαλακ. γι̂́τσι [ˈɣɯtsi] Μισθ. γι̂́τσ̑' [ɣɯtʃ] Αξ. γκι̂́τσ̑' [ˈgɯtʃ] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. kıç= α) κόκκυγας β) πρύμνη γ) το πίσω μέρος δ) διαλεκτ., πόδι ε) αστράγαλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. gıç.
1. Πόδι Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Φλογ. : || Ασμ. Ήρτι ντου πουλίτσι, τώκα, τσάκουσα ντου γι̂́τσι τ' ((Ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του)) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Σφυρό, αστράγαλος Αξ. Συνών. κότσι, κότσιλο, μακαρά, στραγάλι
3. Πρύμνη Φλογ.
4. Μτφ., το πίσω μέρος ενός αντικειμένου Φλογ.