κλάδος
(ουσ. ουδ.)
κλάδους
[ˈklaðus]
Μαλακ.
Από το μεσν. ουσ. κλάδος = η εποχή του κλαδέματος των αμπελιών, το οπ. από το ρ. κλαδεύω υποχωρητ., κατά τα θερίζω-θέρος, μαδίζω-μάδος.
Κλάδεμα