κλειδί
(ουσ. ουδ.)
κλειδί
[kliˈði]
Αφσάρ., Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φκόσ.
κ̇ιλειδί
[kiliˈði]
Μισθ.
κλειγί
[kliˈʝi]
Αξ.
κλειί
[kliˈi]
Αξ., Τροχ.
κλειρί
[kliˈri]
Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
κλουρί
[kluˈri]
Σίλ.
κουρί
[kuˈri]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. κλειδίον.
1. Κλειδί
ό.π.τ.
:
Χώρας ντου κ̇ιλειδί, χώρας ντου τ͑υρπί ντε νίγ'τι
(Το ξένο κλειδί δεν εφαρμόζει σε ξένη κλειδαρότρυπα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Λάχτα και το χεράκι σου σε γι-έρημό μου τζέπη,
και πάρ' το γι-έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι (Χώσε και το χεράκι σου στην έρημή μου τσέπη,
και πάρ' το έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι) Σινασσ. -Lag. Παρακαλώ σε Παναγιά, προσκυνούμεν σε Θέ μου
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' αναχτήρια 'ντάμα
ν' ανοίξουμε Χριστού το θύρ' να ζιούμε μέσα τί έσ̑' (Σε παρακαλώ Παναγία μου, σε προσκυνώ Θεέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τα κλειδάκια μαζί,
να ανοίξουμε την πόρτα του Παραδείσου να δούμε τί έχει μέσα) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. ανοιχτήρι, γλώσσα
και πάρ' το γι-έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι (Χώσε και το χεράκι σου στην έρημή μου τσέπη,
και πάρ' το έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι) Σινασσ. -Lag. Παρακαλώ σε Παναγιά, προσκυνούμεν σε Θέ μου
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τ' αναχτήρια 'ντάμα
ν' ανοίξουμε Χριστού το θύρ' να ζιούμε μέσα τί έσ̑' (Σε παρακαλώ Παναγία μου, σε προσκυνώ Θεέ μου,
να μας χαρίσεις τα κλειδιά και τα κλειδάκια μαζί,
να ανοίξουμε την πόρτα του Παραδείσου να δούμε τί έχει μέσα) Μαλακ. -Παχτ. Συνών. ανοιχτήρι, γλώσσα
2. Κλειδαριά
Αφσάρ., Φκόσ.
:
Μούχτα το ’ναχτήρι σο κλειδί
(Βάλε το κλειδί στην κλειδαριά)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Συνών.
κοράκι, κουντάκι
3. Μικρό φράγμα που ανακόπτει την ροή του νερού σε αρδευτικό αυλάκι
Αξ.
:
|| Φρ.
Ζ' ναχιότα ντέσ' ένα κλειγί
(Στο αυλάκι δέσε ένα κλείσιμο˙ φράξε το αυλάκι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
δέμα :3, κόρδα :3, κόφτρα