κλιντός
(επίθ.)
κλινdός
[klinˈdos]
Φάρασ.
Από το ρ. κλίνω και το παραγωγ. επίθμ. -τός.
Επικλινής, γυρτός
Τροποποιήθηκε: 27/03/2025