ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κλοτσώ (ρ.) Αόρ. εκούτσα [eˈkutsa] Φάρασ. Από νεότ. ρ. κλοτζῶ και αποβολή του [l], το οπ. από μεσν. ρ. κλοτζίζω με μεταπλ. λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών τους. Ο τύπ. εκούτσα από εκλότσησα, πβ. ακολουθώ – ’κούτσα.
Κλοτσώ Φάρασ. Συνών. καταχτώ, λαχτίζω, χαχτώ