κλοτσώ
(ρ.)
Αόρ.
εκούτσα
[eˈkutsa]
Φάρασ.
Από νεότ. ρ. κλοτζῶ και αποβολή του [l], το οπ. από μεσν. ρ. κλοτζίζω με μεταπλ. λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών τους. Ο τύπ. εκούτσα από εκλότσησα, πβ. ακολουθώ – ’κούτσα.