λαχτίζω
(ρ.)
λαχτίζου
[laˈxtizu]
Μαλακ.
'χτίζω
[ˈxtizo]
Φάρασ.
λαχτώ
[laˈxto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ.
'αχτώ
[aˈxto]
Φάρασ.
'αχντώ
[axˈdo]
Φάρασ.
λαχτού
[laˈxtu]
Ουλαγ.
λαχτάω
[laˈxtao]
Σίλ.
Αόρ.
λάχ'σα
[ˈlaxsa]
Αξ., Αραβαν., Ποτάμ., Φλογ.
'άχτσα
[ˈaxtsa]
Φάρασ.
λάχτσησα
[ˈlaxtsisa]
Σίλ.
Παθ.
λαχτιέμαι
[laxˈtçeme]
Αξ., Τροχ.
λαχτιέμι
[laxˈtçemi]
Μαλακ.
Αόρ.
λαχτήθα
[laxˈtiθa]
Μαλακ.
λαχτήχα
[laxˈtixa]
Αξ., Μισθ.
Μτχ.
λαχτημένους
[laxtiˈmenus]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. λακτίζω, με μεταπλ. κατά τα οξύτονα σε -ώ λόγω του κοινού αορ.
1. Κλοτσάω
ό.π.τ.
:
Λάχ'σε το σκυλί
(Κλότσησε το σκυλί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Λαχτά χαϊβάνι
(Κλοτσάει το άλογο)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.
'άχτ'σεν το βουρντόνιν το λύκο τζ' έφκωσέ τα στ ΄ή
(Κλότσησε το μουλάρι τον λύκο και τον ξάπλωσε καταγής)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Λαχτώ ντου γκώλου σ'
(Κλοτσώ τον κώλο σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μπορούμ' ν΄ αναβούμ' όμως απάν' σου γαϊντούρ'; μήπως λαχτά, λω
(Μπορούμε όμως να ανεβουμε πάνω στο γάιδαρο; μήπως κλωτσάει; λέω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ότις λαχτά καλά μπάλα εκείνου ξέρ' να ζει
(Όποιος κλοτσάει καλά την μπάλα, εκείνος ξέρει να ζει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
To γ̇ισμάτι ήρτε σα ποράδε σου· συ 'άχτσες τα μο τα ποράδε σου πίσου
(Η τύχη ήρθε στα πόδια σου· εσύ την κλότσησες με τα πόδια σου πίσω˙ κλότσησες την τύχη σου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το καλό τ' άλογο για να δάκ' για να λαχτίσ'
(Το καλό το άλογο ή θα δαγκώσει ή θα κλοτσήσει˙ για τις αναμενόμενες συμπεριφορές)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Ο 'αγός χολιέστη στο ρουσ̑ί, 'άχτ'σεν ντα, τσάκ'σεν το ποράδιν του
(Ο λαγός θύμωσε με το βουνό, το κλότσησε, τσάκισε το ποδάρι του˙ δεν πρέπει κανείς να τα βάζει με ισχυρότερους αντιπάλους)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
αχντουρντώ, καταχτώ, κλοτσώ, χαχτώ :1
β.
Σπιρουνίζω άλογο
Φάρασ.
:
'άχτ'σεν τ' άβγο, πέρνασεν 'γνένdα
(Σπιρούνισε το άλογό του, πέρασε απέναντι
)
Φάρασ.
-Grég.
2. Ωθώ, σπρώχνω
Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
:
Και εγώ με το τσ̑εφάλι μ' ας λαχτίσω το θύρ', κι εσ̑ύ σέμα
(Και εγώ με το κεφάλι μου θα σπρώξω την πόρτα, κι εσύ έμπα-μιλάει σκύλος)
Ποτάμ.
-Dawk.
Λάχ'σεν το ντεϊρμενdζ̑ή ασ’ άλογο απάνω σο ποτάμ'
(Έσπρωξε το μυλωνά να πέσει από πάνω από το άλογο στο ποτάμι)
Ποτάμ.
-Dawk.
Συνών.
κουντώ, μουχτάω, σοκτώ, σουρουλατίζω :2
β.
Ειδικότ., για την πόρτα, χτυπάω
Αξ., Μισθ., Σίλ.
:
Έρουνdαι τ’ εγέφια τ’, λαχτούν τ’ τ͑ύρα, μαίννε
(Έρχονται τ' αδέλφια της, χτυπούν την πόρτα, μπαίνουνε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λαχτώ τση σύρα
(Χτυπάω την πόρτα
)
Σίλ.
Τ' τύρα λάχτα το
(Την πόρτα χτύπα την
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τσι νύφ', τουν του φέριξαν σου σπίτ', λάχτανι τύρα
(Και η νύφη, όταν την έφερναν στο σπίτι, χτυπούσε την πόρτα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
3. Σκάβω, ανασκάπτω επιφανειακά
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ.
:
Λαχτώ ντου χώμα
(Ανασκαλεύω το χώμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Λαχτημένους τόπους
(Σκαμμένο μέρος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ογώ σέμα σου μπαχτσ̑ά απέσ’, ογώ λαχτώ, ογώ τσαπίζου, ογώ σπέρου, ναι ισύ τι σ̑άνεις;
(Εγώ μπήκα μέσα στον κήπο, εγώ σκάβω, εγώ τσαπίζω, εγώ σπέρνω, εσύ τι κάνεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ανοίγω :2, γουπώνω, γρύχω, καζντώ, ρύσσω, σέρνω :4
4. Χώνω, και μεσοπαθ., χώνομαι
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τροχ.
:
Μπασ̑λάτσιν κελ ογλάν να τα λαχτίσ̑' σου στόμα τ'
(Ο κασιδιάρης άρχισε να τα χώνει στο στόμα της, ενν. τα παντζάρια)
Μαλακ.
-Dawk.
'ρΰχ' πολύ βαθικό ένα τόπους, ιτούτα βούλα λαχτά τα σ’ ικείνου μέσα
(Σκάβει ένα πολύ βαθύ τόπο, όλα τούτα τα χώνει μέσα σ' εκείνο)
Μαλακ.
-Dawk.
Έλα, ας λαχτηχώ στον κώλο σ'
(Έλα, ας χωθώ στον κώλο σου)
Αξ.
-Dawk.
Ντου βιλλί λαχτήχ̇η τσαχ τη ρίζα τ', ναίκα γ̇υλτσ̑άσε πολύ
(Το πέος χώθηκε μέσα ως την ρίζα του, η γυναίκα γλυκάθηκε πολύ)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Έχισ̑κα να αλτινιού βολόν' κι ικείνο λάχ'σα το qαϊτούρ' τον κώλο
(Είχα ένα χρυσό βελόνι, κι εκείνο το έμπηξα στον κώλο του γαϊδουριού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Λαχτήχεν σ' στρώση μ'
(Χώθηκε στο στρώμα μου)
Αξ.
-Μαυροχ.
Λαχτώ μαχαίρ'
(Μπήγω μαχαίρι˙ μαχαιρώνω)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Παροιμ.
'τον έν' να ντώκουμι κρυβίζομαι, 'τον έν' να πάρουμ' λαχτιέμαι
(Όταν είναι να δώσουμε κρύβομαι, όταν είναι να πάρουμε χώνομαι στην μέση˙ οι άνθρωποι επιδιώκουν σχέσεις και επικοινωνία μόνο εάν έχουν να αποκομίσουν όφελος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Ασμ.
Λάχτα και το χεράκι σου, σε γιέρημό μου τζέπη,
και πάρ το γιέρημο κλειδί, κι άνοιξε το σεντούκι (Χώσε και το χεράκι σου στην έρμη μου την τσέπη,
και πάρ' το έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι) Σινασσ. -Lag. Συνών. μουχτάω :3, παραχώνω, σέρνω :5, σοκτώ, χαχτώ :1
και πάρ το γιέρημο κλειδί, κι άνοιξε το σεντούκι (Χώσε και το χεράκι σου στην έρμη μου την τσέπη,
και πάρ' το έρημο κλειδί κι άνοιξε το σεντούκι) Σινασσ. -Lag. Συνών. μουχτάω :3, παραχώνω, σέρνω :5, σοκτώ, χαχτώ :1
β.
Μτβ., βουτώ σε κάτι υγρό
Ανακ., Ουλαγ.
:
Λάχτανάν το σο ζεστό σον καφέ
(Το βούταγαν (το πονεμένο δάχτυλο) στον ζεστό καφέ
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Λαχτού φορτσ̑ές
(Βουτάω φορεσιές
˙
Πλένω ρούχα)
Ουλαγ.
-Κεσ.