γρύχω
(ρ.)
γρύχου
[ˈɣrixu]
Μισθ., Τσαρικ.
γρύγου
[ˈɣriɣu]
Μισθ.
γρύνω
[ˈɣrino]
Αξ.
γρυνίσ̑κω
[ɣriˈniʃko]
Αξ.
Παρατατ.
γρύνισ̑κα
[ˈɣriniʃka]
Τροχ.
γρύχιξα
[ˈɣriçiksa ]
Μισθ.
Υποτ.
γρύσω
[ˈɣriso]
Τροχ.
Από το μεσν. ρ. ὀρύγω = σκάβω < αρχ. ὀρύσσω. Ο τύπ. γρυνίσ̑κω με βάση το μη συνοπτ. θ. γρυν- και το επίθμ. -ίσκω.
Πβ.
ρύσσω
Σκάβω
ό.π.τ.
:
Γρύχου μι τ' αξ̑ινάρ'
(Σκάβω με την αξίνα)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Γρύχου ένα πλεφρό
(Σκάβω ένα πηγάδι)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
Μι 'α χέρια γρύχιξαν
(Έσκαβαν με τα χέρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γρύχουμ' σ̑άνουμ' 'να γούπα βαθύ
(Σκάβουμε, κάνουμε μιά βαθιά γούβα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Απεκάτω γρύν'νε, γρύν'νε και κάν'νε σκαλιά, «ρυμιό» και γρύν'νε και κάν'νε ένα μεγάλο μέρος κεράρ'
(Από κάτω σκάβουνε, σκάβουνε και κάνουνε σκαλιά, ρυμιό, και σκάβουνε και κάνουνε ένα μεγάλο μέρος κελλάρι)
Αξ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γρύχιξαν, γρύχιξαν, ώσπου να βγει ντου λερό απ'κάτ'
(Έσκαβαν, έσκαβαν, ώσπου να βγει το νερό από κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Aν πάμ’ νταρά και γρύσουμ’ ’ς νεκκλησ̑ά, να ηύρις υπόγειο, τούνελ
(Αν πάμε τώρα και σκάψουμε στην εκκλησία, θα μπορούσες να βρεις ένα υπόγειο, τούνελ)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Εχτέτε με τα παλτάγια γρύνισ̑καν
(Τότε (στο παρελθόν) έσκαβαν με τους μπαλτάδες)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γιαρντώ :2, καζντώ, σέρνω :4