γυμνώνω
(ρ.)
'υμνώνω
[iˈmnono]
Ανακ.
Νεότ. ρ. γυμνώνω, το οπ. από το αρχ. ρ. γυμνόω-ῶ.
1. Γδύνω
Συνών.
γδύνω, ξυμνώνω :1, τσιπλακιάζω
2. Απογυμνώνω
:
Nεκκλησ̑ά 'ύμνωσάν το, ένα 'υμνό νεκκλησ̑ά!
(Tην εκκλησία την ξεγύμνωσαν, μιά γυμνή εκκλησία!)
Ανακ.
-Cost.