γυναίκα
(ουσ. θηλ.)
'υναίκα
[iˈneka]
Φάρασ.
'εναίκα
[eˈneka]
Σίλ., Σινασσ.
ναίκα
[ˈneka]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Αφσάρ., Γούρδ., Δίλ., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
'νιαίκα
[ˈɲeka]
Ανακ.
Πληθ. Γεν.
'εναικών
[eneˈkon]
Σίλ.
ναικεςγιού
[necezˈʝu]
Φερτάκ.
Από το μεσν. ουσ. γυναίκα, αιτ. του αρχ. ουσ. γυνή. O τύπ. 'εναίκα από ήδη μεσν. τύπ. γεναίκα, πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του ρ. γεννώ. Ο τύπ. ναίκα πιθ. λόγω εσφαλμένης επανανάλυσης του τύπ. 'υναίκα ως η ναίκα με θηλ. οριστ. άρθρ.
1. Γυναίκα, άνθρωπος γένους θηλυκού
ό.π.τ.
:
Ένα 'εναίκα ρασκάλα
(Μια γυναίκα δασκάλα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Εκεί ναίκα κόλλεινεν ψωμιά
(Εκείνη η γυναίκα έψηνε ψωμιά στο ταντούρι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Καλό ναίκα ντέν 'ντον
(Δεν ήταν καλή γυναίκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκείνου τσ̑είδι ναίκας τ' όργου
(Εκείνο είναι γυναικεία δουλειά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Έλα δω, ναίκα!
(Έλα δω, γυναίκα!)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Οι άνdροι τρώγισκαν πρώτ' και τα αόρια, ναίκες τελευταία
(Οι άντρες έτρωγαν πρώτοι και τα αγόρια, οι γυναίκες τελευταίες)
Σεμέντρ.
-Στεφαν.
Πήν' η ναίκα σο κονάχι του Χόdζα τζαι ρώτ'σεν ντα
(Πήγε η γυναίκα στο σπίτι του Χότζα και τον ρώτησε)
Σατ.
-Παπαδ.
Σερνιτσ̑οί 'τουν σώρουβαν μπαdάμια, ντα ναίτσ̑ις τσοιμόνdαν
(Όταν οι άντρες μάζευαν μύγδαλα, οι γυναίκες κοιμόντουσαν)
Μισθ.
-Φατ.
|| Φρ.
Σπιτσ̑ού μεγάλη 'εναίκα
(Μεγάλη γυναίκα του σπιτιού˙ οικοδέσποινα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τρως 'ζ ναίκας σου τον γκω
(Τρως της γυναίκας σου τον κώλο˙ άντε παράτα μας)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Η ναίκα ένι στο δίεβο τσ̑' άβ' μέγο δίεβος
(H γυναίκα είναι πιο μεγάλος διάβολος από το διάβολο˙ Για την πονηριά των γυναικών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Η ναίκα έν' λίμπλη, άνdραζ έν' μποτάμι
(Η γυναίκα είναι λίμνη, ο άντρας είναι ποτάμι˙ η γυναίκα κάθεται στο σπίτι, ο άντρας κάνει εξωτερικές δουλειές)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
καρή, ποδαρικό
2. Γυναίκα, η σύζυγος
ό.π.τ.
:
Εγώ έχω τ' ναίκα μ', ντοικεμένο 'μαι
(Εγώ έχω την γυναίκα μου, είμαι παντρεμένος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Kοπανά τσ̑ην 'εναίκαν ντoυ, μποσ̑αdά τση
(Δέρνει την γυναίκα του, την χωρίζει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ρώσ' τα στσην 'εναίκα σου
(Δώσε το στην γυναίκα σου)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Ντα κόμμαδα σου χωριό αφήνιξάν ντα σα 'ναίτσι τ'νι
(Tα χωράφια στο χωριό τα άφηναν στις γυναίκες τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα, μαργαώγκεν μο τη ναίκα του
(Πάντα σηκωνόταν το πρωί, μάλωνε με την γυναίκα του)
Αφσάρ.
-Παπαδ.
Α ναίκα, εδώ ατέ το γιο μας ν’dα βγκάλουμε χεκίμη
(Βρε γυναίκα, έλα αυτό τον γιο μας να τον κάνουμε γιατρό)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Ταυράτ' αμέτ' σου σπίτ' σας, τσι σα ιννιά μήνις ναίκα σ' να μποίκ' 'να παιί
(Τραβάτε πηγαίντε σπίτι σας, και στους εννιά μήνες η γυναίκα σου θα κάνει ένα παιδί)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Χαή τσι μάνα τ', χάη τσι ναίκα τ'
(Πέθανε και η μάνα του, πέθανε και η γυναίκα του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γυναικόπουλο, εξικλής, καλός