ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γυναίκα (ουσ. θηλ.) 'υναίκα [iˈneka] Φάρασ. 'εναίκα [eˈneka] Σίλ., Σινασσ. ναίκα [ˈneka] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Αφσάρ., Γούρδ., Δίλ., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σατ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. 'νιαίκα [ˈɲeka] Ανακ. Πληθ. Γεν. 'εναικών [eneˈkon] Σίλ. ναικεςγιού [necezˈʝu] Φερτάκ. Από το μεσν. ουσ. γυναίκα, αιτ. του αρχ. ουσ. γυνή. O τύπ. 'εναίκα από ήδη μεσν. τύπ. γεναίκα, πιθ. με παρετυμολ. επίδρ. του ρ. γεννώ. Ο τύπ. ναίκα πιθ. λόγω εσφαλμένης επανανάλυσης του τύπ. 'υναίκα ως η ναίκα με θηλ. οριστ. άρθρ.
1. Γυναίκα, άνθρωπος γένους θηλυκού ό.π.τ. : Ένα 'εναίκα ρασκάλα (Μια γυναίκα δασκάλα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εκεί ναίκα κόλλεινεν ψωμιά (Εκείνη η γυναίκα έψηνε ψωμιά στο ταντούρι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Καλό ναίκα ντέν 'ντον (Δεν ήταν καλή γυναίκα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Εκείνου τσ̑είδι ναίκας τ' όργου (Εκείνο είναι γυναικεία δουλειά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έλα δω, ναίκα! (Έλα δω, γυναίκα!) Σίλατ. -Χωλόπ. Οι άνdροι τρώγισκαν πρώτ' και τα αόρια, ναίκες τελευταία (Οι άντρες έτρωγαν πρώτοι και τα αγόρια, οι γυναίκες τελευταίες) Σεμέντρ. -Στεφαν. Πήν' η ναίκα σο κονάχι του Χόdζα τζαι ρώτ'σεν ντα (Πήγε η γυναίκα στο σπίτι του Χότζα και τον ρώτησε) Σατ. -Παπαδ. Σερνιτσ̑οί 'τουν σώρουβαν μπαdάμια, ντα ναίτσ̑ις τσοιμόνdαν (Όταν οι άντρες μάζευαν μύγδαλα, οι γυναίκες κοιμόντουσαν) Μισθ. -Φατ. || Φρ. Σπιτσ̑ού μεγάλη 'εναίκα (Μεγάλη γυναίκα του σπιτιού˙ οικοδέσποινα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τρως 'ζ ναίκας σου τον γκω (Τρως της γυναίκας σου τον κώλο˙ άντε παράτα μας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Η ναίκα ένι στο δίεβο τσ̑' άβ' μέγο δίεβος (H γυναίκα είναι πιο μεγάλος διάβολος από το διάβολο˙ Για την πονηριά των γυναικών) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Η ναίκα έν' λίμπλη, άνdραζ έν' μποτάμι (Η γυναίκα είναι λίμνη, ο άντρας είναι ποτάμι˙ η γυναίκα κάθεται στο σπίτι, ο άντρας κάνει εξωτερικές δουλειές) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καρή, ποδαρικό
2. Γυναίκα, η σύζυγος ό.π.τ. : Εγώ έχω τ' ναίκα μ', ντοικεμένο 'μαι (Εγώ έχω την γυναίκα μου, είμαι παντρεμένος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Kοπανά τσ̑ην 'εναίκαν ντoυ, μποσ̑αdά τση (Δέρνει την γυναίκα του, την χωρίζει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ρώσ' τα στσην 'εναίκα σου (Δώσε το στην γυναίκα σου) Σίλ. -Αρχέλ. Ντα κόμμαδα σου χωριό αφήνιξάν ντα σα 'ναίτσι τ'νι (Tα χωράφια στο χωριό τα άφηναν στις γυναίκες τους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα, μαργαώγκεν μο τη ναίκα του (Πάντα σηκωνόταν το πρωί, μάλωνε με την γυναίκα του) Αφσάρ. -Παπαδ. Α ναίκα, εδώ ατέ το γιο μας ν’dα βγκάλουμε χεκίμη (Βρε γυναίκα, έλα αυτό τον γιο μας να τον κάνουμε γιατρό) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Ταυράτ' αμέτ' σου σπίτ' σας, τσι σα ιννιά μήνις ναίκα σ' να μποίκ' 'να παιί (Τραβάτε πηγαίντε σπίτι σας, και στους εννιά μήνες η γυναίκα σου θα κάνει ένα παιδί) Τσαρικ. -Καραλ. Χαή τσι μάνα τ', χάη τσι ναίκα τ' (Πέθανε και η μάνα του, πέθανε και η γυναίκα του) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γυναικόπουλο, εξικλής, καλός