ποδαρικό
(ουσ. ουδ.)
πουδαρικό
[puðariˈko]
Μαλακ., Σινασσ.
ποραδικό
[poraðiˈko]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. ποδαρικό, ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθ. ποδαρικός, το οπ. από το ουσ. ποδάρι, όπου και τύπ. πουδάρι, και το παραγωγ επίθμ. -ικός.
1. Γούρικη ή γρουσούζικη είσοδος κάποιου σε χώρο
Μαλακ., Σινασσ.