ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ποδαρικό (ουσ. ουδ.) πουδαρικό [puðariˈko] Μαλακ., Σινασσ. ποραδικό [poraðiˈko] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. ποδαρικό, ουσιαστικοπ. του ουδ. του επιθ. ποδαρικός, το οπ. από το ουσ. ποδάρι, όπου και τύπ. πουδάρι, και το παραγωγ επίθμ. -ικός.
1. Γούρικη ή γρουσούζικη είσοδος κάποιου σε χώρο Μαλακ., Σινασσ.
2. Γυναίκα Φάρασ. Συνών. γυναίκα :1, καρή