πογουστίζω
(ρ.)
πογουσ̑τι-έω
[puɣuʃtiˈeo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. boğuştu του τουρκ. ρ. boğuşmak = πιάνομαι για να παλέψω.
Για σκυλιά, μαλώνω
Φάρασ.